—01
Σωματοποιητική Διαταραχή: πονοκέφαλοι, ενοχλήσεις, πόνοι σε αρθρώσεις, κόπωση χωρίς εμφανή αιτία (κομάρες)
Η Σωματοποιητική Διαταραχή χαρακτηρίζεται από αιτιάσεις του πάσχοντα για πολλαπλές σωματικές ενοχλήσεις που του προκαλούν ιδιαίτερο πόνο, ανησυχία και αναστάτωση χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνονται σε κάποια ιατρικά διαγνώσιμη υποκείμενη παθολογία με βιολογικό υπόβαθρο — χωρίς δηλαδή να υπάρχει διάγνωση πραγματικού προβλήματος υγείας ή αληθινός παθολογικός παράγοντας. Οι αναφορές για αυτούς τους πόνους διαρκούν χρόνια και δεν έχουν να κάνουν με πραγματικές ασθένειες. Οι αιτιάσεις για σωματικές ενοχλήσεις δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο στον γενικό πληθυσμό. Έρευνες έχουν δείξει ότι 1 στους 4 ανθρώπους έχει αναφέρει διάφορους πόνους και συμπτώματα χωρίς να υπάρχει διάγνωση με προφανή παθολογική αιτιολογία (πονοκεφάλους, πόνους στις αρθρώσεις, αναίτια κόπωση, κτλ.). Οι σωματικές ενοχλήσεις, ωστόσο, σε όσους πάσχουν από Σωματοποιητική Διαταραχή προκαλούν έντονο πόνο. Ένα από τα χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι ότι τα πρώτα συμπτώματα αναφέρονται από τον πάσχοντα πριν από την ηλικία των τριάντα ετών. Η έρευνα μάλιστα έχει δείξει ότι οι ενήλικες που διαμαρτύρονται για έντονες σωματικές ενοχλήσεις και συμπτώματα είναι πολύ πιθανόν ως παιδιά να είχαν μέλη στην οικογένειά τους που έκαναν συχνά συζήτηση για υπερβολικούς σωματικούς πόνους ή παραπονούνταν με μεγάλη συχνότητα για προβλήματα υγείας.
Για να επαληθευθεί η διάγνωση Σωματοποιητικής
Διαταραχής πρέπει να διαπιστώνονται τα παρακάτω συμπτώματα:
τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά είδη ενοχλήσεων σε διαφορετικά σημεία του σώματος ή σε αντίστοιχο αριθμό σωματικών λειτουργιών.
δύο τουλάχιστον γαστρεντορολογικές οχλήσεις οι οποίες όμως δεν προκαλούν πόνο αλλά συμπτώματα όπως ναυτία, φούσκωμα, έλλειψη ανοχής σε τροφές, διάρροια, κτλ.
μία τουλάχιστον σεξουαλική δυσκολία που επίσης δεν προκαλεί πόνο αλλά έχει να κάνει με τη λίμπιντο και την αναπαραγωγική λειτουργία, όπως διαταραχές στον έμμηνο κύκλο στις γυναίκες ή αυξημένη αιμορραγία κατά την έμμηνη ρύση, πόνους κατά την ούρηση, σεξουαλική αδιαφορία ή απάθεια, κτλ.
ένα περιστατικό που θυμίζει νευρολογική πάθηση χωρίς όμως να πληροί τα κριτήρια διάγνωσης, όπως για παράδειγμα απώλεια ισορροπίας ή αστάθεια, δυσκολία στην κατάποση, διπλωπία, (το άτομο βλέπει τα αντικείμενα διπλά εντός του οπτικού του πεδίου) κ.ά.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ο πάσχων δεν προσποιείται ούτε προξενεί κρυφά τα συμπτώματα τα οποία αναφέρει αλλά τα βιώνει πραγματικά. Στους πάσχοντες αυτούς χαρακτηριστική είναι και η παρουσία αλεξιθυμίας, δηλαδή της ψυχικής κατάστασης κατά την οποία το άτομο δυσκολεύεται να περιγράψει και να διακρίνει ανάμεσα σε σωματικές αισθήσεις και συναισθήματα. Οι σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι πάσχοντες από Σωματοποιητική ή άλλες Σωματόμορφες Διαταραχές παρουσίαζαν ταυτόχρονα υψηλά ποσοστά αλεξιθυμίας φανερώνοντας έτσι ειδική συσχέτιση της προσωπικότητας με τη σωματοποίηση.
“Υποχονδρίαση”
—02
Υποχονδρίαση
Η υποχονδρίαση είναι ο αδικαιολόγητος φόβος του ατόμου ότι πάσχει από κάποια σοβαρή ασθένεια. Η στρεβλή αυτή πεποίθηση πηγάζει από μια σειρά παρερμηνειών και των παραμικρών φυσικών συμπτωμάτων που σταδιακά οδηγούν τον πάσχοντα στην πεποίθηση ότι νοσεί ή ότι θα νοσήσει από κάποια σοβαρή πάθηση. Τέτοιου είδους άτομα προσφεύγουν πάρα πολύ συχνά σε ειδικό ιατρικό προσωπικό, και παρά το γεγονός ότι η διάγνωση είναι πάντα αρνητική και οι θετικές διαβεβαιώσεις συνεχείς (ότι δεν υφίσταται, δηλαδή, πραγματικό πρόβλημα), ο πάσχων παραμένει πεπεισμένος ότι ασθενεί ή καθησυχάζεται για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
ΗΑΟι πάσχοντες από Υποχονδρίαση αποκτούν πραγματική εμμονή με την κατάσταση της υγείας τους. Η τάση τους είναι να συμβουλεύονται, συχνά, ιατρικά εγχειρίδια ή το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή μπορεί να επιβεβαιώσει τους φόβους τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φόβοι τους πως ασθενούν, δεν καταλαγιάζουν ούτε υποχωρούν παρά μόνο πρόσκαιρα ύστερα από τις καθησυχαστικές ιατρικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου. Η σωματική και ψυχική ενόχληση μπορεί να γίνει ιδιαιτέρως έντονη και το άγχος που τη συνοδεύει προκαλεί ψυχοσωματικές αντιδράσεις που ανοίγουν νέο φαύλο κύκλο φόβων για την κατάσταση της υγείας τους. Η συμπεριφορά τους απέναντι στο περιβάλλον μεταβάλλεται και ο πάσχων μπορεί να γίνει φοβικός και ιδιαιτέρως εσωστρεφής. Αποτέλεσμα αυτών είναι να παρουσιάζονται προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και σοβαρή έκπτωση της λειτουργικότητας που μπορεί να επηρεάσει την απόδοσή του στον εργασιακό ή και τον μαθησιακό τομέα. Η βασική περιγραφή της ασθένειας (με την οποία όμως δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί) περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Αδιάκοπη ενασχόληση του ατόμου με την ιδέα ότι νοσεί σοβαρά, βασισμένη στη στρεβλή ερμηνεία απλών συμπτωμάτων
- Απουσία καθησυχασμού παρά τις αρνητικές εξετάσεις, την αξιολόγηση και την ιατρική διάγνωση
- Ησυνεχής τους ενασχόληση προκαλεί έντονη δυσλειτουργία και κλινική εικόνα που είναι συμβατή με πραγματική σημαντική ενόχληση
- Οι φόβοι του ατόμου δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την εμφάνισή του και η έντασή δεν αποκτούν παραληρηματικό χαρακτήρα
Όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών σε σχέση με την εγκυρότητα της παραπάνω περιγραφής για όσους υποφέρουν από Υποχονδρίαση.Ο ίδιος ο όρος χρησιμοποιείται σπάνια, ενώ τα χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι συμβατά έως έναν βαθμό και με άλλες διαγνώσεις. Ως εκ τούτου, έχει προταθεί εναλλακτικά ένας διαφορετικός συνδυασμός χαρακτηριστικών της πάθησης:
- εμμονική ενασχόληση του πάσχοντος με τις επιμέρους σωματικές του λειτουργίες και εδραιωμένη πεποίθηση ότι πάσχει από σοβαρή ασθένεια
- επαναλαμβανόμενες και αδιάκοπες σκέψεις (ιδεομηρυκασμός) για την ύπαρξη και τη φύση της ασθένειας
- το άτομο είναι ευεπίφορο στην υποβολή για όσα έχουν να κάνουν με υποτιθέμενες ασθένειες
- ανυπόστατος φόβος ότι το άτομο θα μολυνθεί
- συνεχής ενασχόληση και ενδιαφέρον για πληροφορίες γύρω από ιατρικά ζητήματα
- φαρμακοφοβία και ιδιαίτερα φόβος των αντιβιοτικών.
Ως γενική παρατήρηση αξίζει να σημειωθεί ότι τα άτομα που πάσχουν από υποχονδρίαση φαίνεται ότι μέσω των συμπτωμάτων που παρουσιάζουν και της ανησυχίας που εκφράζουν γι’ αυτά, αποζητούν συναισθηματική φροντίδα την οποία είχαν στερηθεί στην παιδική τους ηλικία. Οι ανησυχία τους άλλωστε για την υγεία τους αποτελεί μοτίβο που έχει τις ρίζες του ακριβώς στα παιδικά χρόνια.
“Σωματοδυσμορφική Διαταραχή ή Δυσμορφοφοβία “
—03
Σωματοδυσμορφική Διαταραχή ή Δυσμορφοφοβία (Δυσαρέσκεια για την προσωπική εμφάνιση)
Η Σωματοδυσμορφική Διαταραχή ή Δυσμορφοφοβία έχει να κάνει με τη δυσαρέσκεια και την παράλογη ενασχόληση του ατόμου με την εμφάνισή του. Η εικόνα του σωματοδυσμορφικού για το σώμα του είναι στρεβλή, δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η πάθηση εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά σε ανθρώπους που καταφεύγουν σε πλαστικούς χειρούργους. Παρά τις επεμβάσεις οι πάσχοντες δεν παρουσιάζουν υποχώρηση των συμπτωμάτων εξακολουθώντας να πιστεύουν ότι η εμφάνισή τους δεν είναι ικανοποιητική, ενώ η ανησυχία τους για αυτά που προσλαμβάνουν ως ελαττώματα δεν υποχωρούν.
Οι πάσχοντες επιπλέον εμφανίζουν ιδιαιτέρως οξυμμένη αρνητική σκέψη, αυξημένα επίπεδα αυτοκριτικής, άγχους, και κατάθλιψης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιπροσθέτως τα σημεία του σώματος στα οποία επικεντρώνεται (με ιδιαίτερα επιλεκτική προσοχή) η δυσαρέσκεια των σωματοδυσμορφικών. Σύμφωνα με πρόσφατη στατιστική έρευνα, τα παράπονα για την εμφάνιση παρουσιάζουν διαφοροποίηση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στις γυναίκες η δυσαρέσκεια επικεντρώνεται κατά σειρά στατιστικής συχνότητας στην κοιλιά, το σωματικό βάρος και τους γλουτούς.
Στους άνδρες τα αντίστοιχα σημεία του σώματος είναι η κοιλιά, το βάρος και το μέγεθος του στέρνου.
Άλλα σημεία που προκαλούν ανησυχία στους πάσχοντες είναι το πρόσωπο, το χρώμα του δέρματος, η μύτη, το στόμα, τα μάτια, η πυκνότητα της κόμης, οι γοφοί, τα πόδια και τα χέρια. Οι γυναίκες φαίνεται να ανησυχούν περισσότερο για το σχήμα των γοφών, το μέγεθος του στήθους και τα πόδια. Στους άνδρες αντίστοιχες αιτιάσεις επικεντρώνονται στη σωματική διάπλαση, στα γεννητικά όργανα και στα μαλλιά.
Η μόνιμη και εμμονική ασχολία των σωματοδυσμορφικών με την εμφάνιση και τα υποτιθέμενα σωματικά τους ελαττώματα θυμίζει ιδεοληψία καθώς είναι ασχολία αγχογόνος και ανεξέλεγκτη. Η επίμονη ενασχόληση και ο συνεχής έλεγχος προσιδιάζει σε διαταραχή που παραπέμπει σε ιδεοψυχαναγκασμό. Οι συμπεριφορές άλλωστε που υιοθετούν οι πάσχοντες θυμίζουν με τη σειρά τους τις αντίστοιχες των ιδεοψυχαναγκαστικών.
Κοινές χαρακτηριστικές συμπεριφορές και γνωρίσματα των πασχόντων είναι τα ακόλουθα:
- συχνό κοίταγμα του ειδώλου τους σε καθρέφτες ή άλλες ανακλαστικές επιφάνειες
- προσπάθεια να αποκρυφθεί το προσλαμβανόμενο σωματικό ελάττωμα με διαφορετικές μεθόδους, μακιγιάζ, καλλυντικά, ρούχα ή ακόμη και επιτηδευμένη στάση του σώματος
- προσφυγή σε πλαστικούς χειρούργους, δερματολόγους ή άλλους ειδικούς που αποσκοπούν στην αισθητική βελτίωση
συνεχείς προσπάθειες του πάσχοντος να πείσει τον περίγυρο για την ύπαρξη του σωματικού ελαττώματος - δίαιτες και υπερβολική φυσική άσκηση
- συχνή μέτρηση σωματικού βάρους ή μέτρηση του σημείου που προκαλεί την ενόχληση στον σωματοδυσμορφικό
- αποχή από καταστάσεις κοινωνικού χαρακτήρα που κατά τον πάσχοντα θα εκθέσουν το φανταστικό ελάττωμα σε κοινή θέα αποκαλύπτοντας την ύπαρξή του
- συνείδηση και επίγνωση της ατομικής ψυχικής κατάστασης που συνοδεύεται από ιδιαίτερο άγχος κατά τις συναναστροφές με τρίτους λόγω του φόβου αποκάλυψης του υποτιθέμενου σωματικού ελαττώματος.
Υστερία (Διαταραχή Μετατροπής ή Υστερική Μετατροπή)
—04
Υστερία (Διαταραχή Μετατροπής ή Υστερική Μετατροπή)
Ο όρος Διαταραχή Μετατροπής, που παλιότερα χαρακτηριζόταν ως Υστερική Μετατροπή και ήταν επίσης γνωστή με την κοινότερη ονομασία Υστερία δηλώνει μια σειρά συμπτωμάτων που σχετίζονται με το αισθητηριακό και το κινητικό σύστημα και δεν δικαιολογούνται από υποκείμενη παθολογική αιτιολογία — εμφανίζονται δηλαδή χωρίς να διαγιγνώσκεται κάποια νευρολογική ή άλλη σωματική πάθηση και είναι καθαρά ψυχογενή. Πιο συγκεκριμένα τα συμπτώματα αυτά μπορούν να πάρουν δύο μορφές:
1. Κινητικά συμπτώματα
- αστάθεια στη βάδιση
- αδυναμία ομιλίας (αφωνία), δυσκολία στην παραγωγή της φωνής (δυσφωνία) και δυσκολία στη σωστή άρθρωση κατά την ομιλία (δυσαρθρία)
- λιποθυμία, μυϊκή αδυναμία, παράλυση, μερική ή πλήρης απώλεια της εκούσιας κίνησης μιας ομάδας μυών (πάρεση)
- τρέμουλο (τρόμος) και αιφνίδιες, απότομες και εξαιρετικά βραχύχρονες, ακούσιες κινήσεις (μυόκλονος), σπασμοί
- δυσκολία στην κατάποση (Δυσκαταποσία)
2. Αισθητικά συμπτώματα
- απώλεια της όσφρησης (ανοσμία)
- μείωση ακοής
- μείωση όρασης,
- θόλωση,
- διπλωπία (το να βλέπει το άτομο διπλά τα αντικείμενα που βρίσκονται στο οπτικό του πεδίο)
- τύφλωση
- τσιμπήματα, μουδιάσματα, μυρμηγκιάσματα σε διάφορα σημεία του σώματος
- μείωση έως εξαφάνιση της αίσθησης της αφής σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος
Τα παραπάνω μοιάζουν να υποδηλώνουν σωματική ή νευρολογική παθογένεια, η οποία όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν τεκμηριώνεται από τις ειδικές ιατρικές εξετάσεις. Επιπροσθέτως, στη Διαταραχή Μετατροπής τα συμπτώματα δεν προέρχονται από εκούσια προσπάθεια του ατόμου να τα προκαλέσει ή να τα μιμηθεί. Ο μηχανισμός παραγωγής των υστερικών εκδηλώσεων είναι περίπλοκος, με την έννοια ότι ο ασθενής δεν προσποιείται συνειδητά, ταυτόχρονα όμως δεν πρόκειται για μια εντελώς ασύνειδη διαδικασία. Στη συγκεκριμένη διαταραχή τα συμπτώματα συνήθως μεταβάλλονται παρουσία τρίτων, ή μπορούν να προκληθούν στον πάσχοντα μέσω υποβολής και να εμφανιστούν ή να αλλάξουν αν προηγηθούν σχόλια του περίγυρού του που μοιάζουν σχετικά. Μπορούν επίσης να σημειώνουν ύφεση ή έξαρση ανάλογα με την προσοχή που τους αποδίδεται από το περιβάλλον του πάσχοντος. Οπωσδήποτε φαίνεται να συσχετίζονται με στρεσογόνα γεγονότα ή με εσωτερικές συγκρούσεις που γίνονται αιτία έντονης δυσφορίας και δυσλειτουργίας. Η συχνότητα εμφάνισης της Διαταραχής Μετατροπής είναι κατά πολύ μεγαλύτερη στις γυναίκες και παρουσιάζει συννοσηρότητα (συνυπάρχει δηλαδή από κοινού) με διαταραχές προσωπικότητας ή καταθλιπτικές διαταραχές, και άλλες Σωματόμορφες Διαταραχές ή και με διαταραχές προσωπικότητας όπως η Οριακή, η Αντικοινωνική και η Ιστριονική (δραματική). Ως πάθηση πρωτοεμφανίζεται κατά την εφηβεία ή την αρχή της ενηλικίωσης και πυροδοτείται από κάποιο γεγονός που προκαλεί έντονο στρες. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων αλλά και η υποχώρησή τους είναι εξίσου αιφνίδια, ενώ η Διαταραχή Μετατροπής μπορεί να επανεμφανίζεται με τον ίδιο ή τελείως διαφορετικό συνδυασμό συμπτωμάτων. Ένα ακόμη από τα παράδοξα χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι ότι παρά τις έντονες και εξαιρετικά δραματικές και εντυπωσιακές της εκδηλώσεις, το άτομο δε φαίνεται να εμφανίζει αντίστοιχη ενασχόληση με τη φύση ή τις συνέπειες των εκδηλώσεων αυτών, φαινόμενο που έχει περιγραφεί ως «la belle indifference», δηλαδή «η μακάρια αδιαφορία». Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ενεργοποίηση νευρωσικών μηχανισμών άμυνας με βασικότερο εξ’ αυτών τη μετατροπή, που δίνει και το όνομά της στη διαταραχή — όταν μιλάμε για μετατροπή εννοούμε ότι το σύμπτωμα στη φυσιολογία αποτελεί τη συμβολική «μετατροπή» στο σώμα μιας ασύνειδης ψυχικής σύγκρουσης ή ενός ψυχικού τραύματος.